- κομψευριπικώς
- κομψευριπικῶς και κομψευριπιδικῶς (Α)επίρρ. με κομψεύματα τού Ευριπίδη, με κομψολογήματα («εἴποιμ' ἂν αὐτὸ δῆτα κομψευριπικῶς», Αριστοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κομψευριπιδικῶς, με απλολογία (< κομψός + Ευριπίδης)].
Dictionary of Greek. 2013.