κομψευριπικώς

κομψευριπικώς
κομψευριπικῶς και κομψευριπιδικῶς (Α)
επίρρ. με κομψεύματα τού Ευριπίδη, με κομψολογήματα («εἴποιμ' ἂν αὐτὸ δῆτα κομψευριπικῶς», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κομψευριπιδικῶς, με απλολογία (< κομψός + Ευριπίδης)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κομψευριπικῶς — κομψευρῑπικῶς , κομψευριπικῶς with Euripides quibbles indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κομψός — ή, ό (ΑM κομψός, ή, όν) 1. αυτός που έχει καλαίσθητη εμφάνιση, λεπτότητα στο παρουσιαστικό, καλαίσθητος 2. χαριτωμένος, ευχάριστος 3. αυτός που γίνεται με κομψότητα, με χάρη (α. «κομψό ντύσιμο» β. «κομψή συμπεριφορά») αρχ. 1. ευφυής, πνευματώδης… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”